- διερός
- διερός: doubtful word, living, Od. 6.201, quick, Od. 9.43.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
διερός — διερός, ά, όν (Α) 1. ενεργητικός, ζωηρός, βιαστικός 2. ρευστός, υγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνια λ. που απαντά μόνο στην ποίηση και στον πεζό λόγο τής ελληνιστικής εποχής. Με τη σημ. «υγρός» η λ. συνδέθηκε με το διαίνω* (πρβλ. μιαρός, μιερός … Dictionary of Greek
διερός — active masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερά — διερός active neut nom/voc/acc pl διερά̱ , διερός active fem nom/voc/acc dual διερά̱ , διερός active fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερωτάτω — διερός active masc/neut nom/voc/acc superl dual διερός active masc/neut gen superl sg (doric aeolic) διερωτά̱τω , διερωτάω cross question pres imperat act 3rd sg διερωτά̱τω , διερωτάω cross question pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερόν — διερός active masc acc sg διερός active neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεραῖς — διερός active fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεροί — διερός active masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερούς — διερός active masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερωτέρους — διερός active masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερή — διερός active fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερήν — διερός active fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)